- αβίωτος
- -η, -οπου δεν μπορεί κανείς να τον ζει, αφόρητος: Του είχαν κάνει το βίο αβίωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀβίωτος — not to be lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβίωτος — η, ο (Α αβίωτος, ον) [βιῶ] αφόρητος, αβάσταχτος, δυστυχής (ως επίθετο τού βίος) … Dictionary of Greek
ἀβιώτως — ἀβίωτος not to be lived adverbial ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίωτον — ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc sg ἀβίωτος not to be lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιώτου — ἀβίωτος not to be lived masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιώτους — ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιώτῳ — ἀβίωτος not to be lived masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίωτα — ἀβίωτος not to be lived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίωτοι — ἀβίωτος not to be lived masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίοτον — ἀβίοτος making life unliveable masc/fem acc sg ἀβίοτος making life unliveable neut nom/voc/acc sg ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc sg ἀβίωτος not to be lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)